- ἐλέγξω
- ἐλέγχωdisgraceaor subj act 1st sgἐλέγχωdisgracefut ind act 1st sgἐλέγχωdisgraceaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'λέγξω — ἐλέγξω , ἐλέγχω disgrace aor subj act 1st sg ἐλέγξω , ἐλέγχω disgrace fut ind act 1st sg ἐλέγξω , ἐλέγχω disgrace aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… … Dictionary of Greek
κομπάζω — (ΑM κομπάζω) [κόμπος] καυχιέμαι χωρίς να τό αξίζω, μεγαλαυχώ, υπερηφανεύομαι ανάξια (α. «κόμπαζε για την αξία τού γιου του, ενώ εκείνος είναι ένα τίποτε» β. «μέγ ἄν τι κομπάσειας, ἀσπίδ εἰ λάβοις», Σοφ.) αρχ. 1. χτυπώ πήλινο αγγείο για να ελέγξω… … Dictionary of Greek
κομπώ — (I) κομπῶ, έω (Α) [κόμπος (Ι)] 1. κροτώ, αντηχώ («ὧς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ, επικρούω πήλινο αγγείο για να ελέγξω τη στερεότητά του 3. κομπάζω. (II) κομπῶ, όω (Α) [κόμπος (Ι)] κομπάζω,… … Dictionary of Greek
προσαντιβάλλω — ΜΑ μσν. προβάλλω κάτι ως άμυνα αρχ. (σχετικά με έγγραφα) αντιπαραβάλλω προκειμένου να ελέγξω την ακρίβεια, συγκρίνω για εξακρίβωση γνησιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀντιβάλλω «αντιπαραβάλλω, συγκρίνω χειρόγραφα ή κείμενα»] … Dictionary of Greek
σακί — το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [σάκ(κ)ος] (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος νεοελλ. 1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι 2. (κατ επέκτ.) το… … Dictionary of Greek
σταθμίζω — ΝΜΑ [σταθμός] προσδιορίζω το βάρος αντικειμένου, ζυγίζω νεοελλ. 1. μεταχειρίζομαι τη στάθμη για να ελέγξω την κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση 2. υπολογίζω προσεχτικά, μελετώ, μετρώ, αξιολογώ («πρέπει να σταθμίσουμε προσεχτικά κάθε μας ενέργεια») … Dictionary of Greek